Αυτή τη στιγμή που στην πατρίδα μας γίνεται κοινωνικός και πολιτικός σεισμός, από τον τελευταίο εκλεγμένο εκπρόσωπο μέχρι τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όλοι μπορούν να ασκήσουν τη δυναμική της άμεσης παρέμβασης, για να διαμορφώσουν μια νέα αντίληψη συλλογικής πολιτικής αποστολής και προοπτικής, έξω από τις αιχμαλωσίες και δουλείες δικομματικών συσχετισμών και παρασκηνίων.
Η πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα είναι εγκληματική, γιατί καταστρέφει την παραγωγική και κοινωνική συνοχή, τη συλλογική απαίτηση για δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, τη δημοκρατική αυτονομία διακυβέρνησης και κυριαρχίας, τον εσωτερικό πυρήνα των συνταγματικών εγγυήσεων για τη λειτουργία του πολιτεύματος και την κοινωνική αποστολή του κράτους.
«Αυτή την ώρα υποψιάζομαι, τις επερχόμενες γενιές πάνω σε ατίθασα άλογα να με (μας) λυπούνται», λέει ο Μιχάλης Κατσαρός. Αυτή η εφιαλτική εικόνα έχει εγκατασταθεί στην καθημερινότητά μας. Η Ελλάδα βιώνει έναν διαλυτικό ξεπεσμό. Η φερώνυμη Μεταπολίτευση βλέπει τη διαπόμπευσή της. «Έχεις δει να μαδάνε την κότα και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Έτσι πάει το Έθνος», λέει ο Σολωμός. Στον δημόσιο βίο της Ελλάδας το 2011 κυριαρχεί η φλύαρη αντιφώνηση του κενού, που αποτέλεσε λάβαρο της μεταπολιτευτικής ειδωλολατρίας. Αυτά που συντελούνται είναι η δραματική απόδειξη ότι οι εθνικές τραγωδίες δεν είναι σκοτεινή μεταφυσική ιδιοτροπία της Ιστορίας, αλλά υποστασιοποιούνται μέσα από πολιτικές αιτίες κι ευθύνες.
Η δημοκρατία δεν βρίσκεται απλώς σε κρίση. Εκφυλίζεται. Βιώνει τη μετάλλαξή της. Γίνεται ομοίωμα και καρικατούρα δημοκρατίας. Σε όλη την Ευρώπη και στην Ελλάδα. Κυριαρχούν ως υπερδομές εξουσίας τα χρηματοπιστωτικά δίκτυα, τα επικοινωνιακά ψηφιακά πολυμέσα, η διεθνής της διαφθοράς και η δεσποτική τεχνοκρατία της αγοράς και της κερδοσκοπίας. Αυτές τις υπερδομές και τους μηχανισμούς τους δεν μπορούν να ελέγξουν οι κυβερνήσεις, γιατί δεν έχουν πολιτική κυριαρχία και θεσμική εξουσία. «Η οικονομική παγκοσμιοποίηση τρέχει πιο γρήγορα από την πολιτική παγκοσμιοποίηση», λέει ο Στίγκλιτς. Αλλά και πάλι, «η κομβική διαφορά ανάμεσα στα οικονομικά συστήματα δε έγκειται στη δομή τους», όπως επισημαίνει ο Έρικ Χόμπσμπαούμ, «αλλά στις κοινωνικές και ηθικές προτεραιότητές τους». Η Ευρωπαϊκή Ένωση κάτω από τις κρατούσες κοινωνικές, πολιτικές και ηθικές προτεραιότητες βάζει σε δοκιμασία την ιστορική της οντότητα, ταυτότητα και πολιτική πρακτική.
Κάθε φορά που τα αδιέξοδα γίνονται εκρηκτικά ή ασφυκτικά για την καθημερινότητα και τον δημόσιο βίο, επαναλαμβάνεται η στερεότυπη πολιτική ρητορεία, με επικοινωνιακές εξαγγελίες για αναθεώρηση του Συντάγματος - διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, για ένα νέο πολιτικό σκηνικό για κυβερνητικές συναινέσεις σωτηρίας. Πρόκειται για κουραστικές, πια, ασκήσεις πολιτικής υποκρισίας. Η αλήθεια είναι ότι οι αναθεωρήσεις του Συντάγματος, από το 1986, το 2001 και το 2006, υπηρετήσανε σκοπιμότητες της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας και αποτυπώσανε τους συσχετισμούς δύναμης του δικομματισμού και των μηχανισμών του. Το νέο πολιτικό σκηνικό δεν γίνεται κατʼ εντολή και με χειραγώγηση φιλόδοξων παραγοντισμών, που περιφέρονται διαθέσιμοι και πρόθυμοι, ούτε στα θερμοκήπια της διαπλεκόμενης θεσμικής κι εξωθεσμικής εξουσίας. Η ευκαιριακή συναίνεση και σύμπραξη αποτελεί ομοίωμα και υποκατάστατο κοινωνικής και πολιτικής νομιμοποίησης, όταν δεν προκύπτει με οργανωμένο δημοκρατικό τρόπο, στη βάση γνωστού και δεσμευτικού προγραμματικού σχεδιασμού και αλλαγής συσχετισμών.
Το πολιτικό μας σύστημα, που είναι εθισμένο να λειτουργεί στη βάση του πελατειακού πολυσυλλεκτικού ανταγωνισμού κι έχει διαποτιστεί από τη μικροπολιτική της αρχηγικής παραταξιακής κι εκλογικής πόλωσης, δεν είναι σε θέση να διαμορφώσει, απʼ τη μία στιγμή στην άλλη, αξιόπιστες συνθέσεις, συναινέσεις κι εθνικές στρατηγικές. Η αναθεώρηση του 1986 οδήγησε στο πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο, του οποίου τις αμαρτίες πληρώνουμε σήμερα αθροιστικά και έντονα. Και οι αναθεωρήσεις του 2001 επί ΠΑΣΟΚ και του 2006 επί Νέας Δημοκρατίας δεν πρόσφεραν τίποτε άλλο, παρά μια επιπρόσθετη απόδειξη της αδίστακτης κι επιζήμιας πρακτικής των πλειοψηφιών να κάνουν παίγνιο τους δημοκρατικούς θεσμούς. Η διενέργεια δημοψηφισμάτων που εξήγγειλε προσφάτως η κυβέρνηση με βαρύγδουπες κοινοτοπίες δεν εκφράζει καμιά οργανική ανάγκη θεσμικών λειτουργιών, αποτελεί μάλλον άνοστο πολιτικό ανέκδοτο, μέσα σʼ αυτή τη δραματική συγκυρία, κι είναι φανερό ότι υπηρετεί προσωπικές πολιτικές τακτικές του εσώτερου κυβερνητικού κύκλου, όταν οι οι θεσμοί οξειδώθηκαν μέσα στη διαφθορά και τη διαπλοκή του κομματικού κυβερνητισμού και του αντιπολιτευτικού λαϊκισμού. Έπαψαν να είναι ζωντανές λειτουργίες οργάνωσης και έκφρασης της κοινωνίας και των δυνάμεών της. κατάντησαν κουρασμένα και διαβρωμένα σχήματα, απονευρωμένα πολιτικά κύτταρα, λάφυρα παραταξιακής εξουσίας και λοφία μη αντιπροσωπευτικών ηγεσιών. Ο θρίαμβος της πολιτικής ασημαντότητας, όπου κι όταν συντελείται, με επικοινωνιακές κομματικές φανφάρες, σημαίνει εν πολλοίς υποτίμηση της κοινωνίας, κακοποίηση της δημοκρατίας και διάβρωση των θεσμών.
Αυτή τη στιγμή που στην πατρίδα μας γίνεται κοινωνικός και πολιτικός σεισμός, από τον τελευταίο εκλεγμένο εκπρόσωπο μέχρι τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όλοι μπορούν να ασκήσουν τη δυναμική της άμεσης παρέμβασης, για να διαμορφώσουν μια νέα αντίληψη συλλογικής πολιτικής αποστολής και προοπτικής, έξω από αιχμαλωσίες και δουλείες δικομματικών συσχετισμών και παρασκηνίων. Η συζήτηση δεν πρέπει να είναι θεωρητική. Η γενίκευση υπεραπλουστεύει, αποπροσανατολίζει και συγκαλύπτει. Επιβάλλεται να γίνουν, με αυστηρό τρόπο, οι αναγκαίες διευκρινίσεις: Δεν είμαστε όλοι ίδιοι, μέσα στο ίδιο σακί. Δεν έχουμε όλοι τις ίδιες ευθύνες. Δεν λέγαμε τα ίδια πράγματα ούτε όλοι θέλαμε τα ίδια τις προηγούμενες δεκαετίες. Δεν λειτουργήσαμε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Δεν είναι δυνατόν κανείς να μη λογοδοτεί για τίποτε και οι ηγεσίες της αποτυχίας να αυτοαναγορεύονται σε καθοδηγητές σωτηρίας. Έχει τεράστια ηθική και κοινωνική απήχηση το τι λέει ο καθένας σήμερα και πώς αναλαμβάνει τις ευθύνες για το τι έλεγε κι έπραττε χτες. Αυτό είναι το πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής ευθύνης, μακριά από θεατρινισμούς ανέξοδης αυτοκριτική και δημαγωγίες περί κρίσης. Να αρχίσουμε να μιλάμε διαφορετικά. Να μην παριστάνουμε όλοι τους προφήτες που ανέβηκαν στο όρος Σινά και πήραν τις δέκα εντολές ούτε ο καθένας να μιλάει σαν οδηγητής προς τη γη της επαγγελίας. Εάν τα δύο μεγάλα κόμματα είναι αναξιόπιστα, τότε κάποια ευθύνη έχουν και όσοι στα προηγούμενα χρόνια στήριζαν τον δικομματισμό ως χρήσιμο μοντέλο ισχυρών κυβερνήσεων και πολεμούσαν να βάλουν στο περιθώριο κάθε διαφορετική φωνή.
Εάν σήμερα ο κ. Παπανδρέου ευθύνεται για την εθνική τραγωδία που ζούμε, όπως κι οι προηγούμενοι πρωθυπουργοί, κάποια ευθύνη έχουν και όσοι ανέδειξαν κι επέβαλαν αυτόν τον νεοαρχηγισμό, με διαδικασίες διαβοημένες, που πανηγυρίστηκαν ως νεωτερική κομματική λειτουργία, που συγκάλυπτε τον εσωτερικό συνεταιρισμό εξουσίας και τον προσωποποιημένο πρωθυπουργικό ηγεμονισμό. Υπάρχει αβυσσαλέο χάσμα ανάμεσα στη λαϊκή κοινωνική βάση και το πολιτικό σύστημα. Από τη διάσταση αυτή προκύπτει εκρηκτικό πρόβλημα πολιτικής εκπροσώπησης και κοινωνικής νομιμοποίησης, αντιπροσωπευτικών συσχετισμών και ουσιαστικής λαϊκής κυριαρχίας. Να προσδιορίσουμε, παραπέρα, τι σημαίνει μη αντιπροσωπευτικό, μη αυτόνομο και νομιμοποιημένο πολιτικό σύστημα. Εννοούμε, βεβαίως, τα πολιτικά κόμματα. Εννοούμε, προφανώς τους συσχετισμούς και το μοντέλο διακυβέρνησης. Τα συγκροτήματα των ΜΜΕ, τα κέντρα οικονομικής ισχύος. Εννοούμε τα συνδικάτα, την τοπική αυτοδιοίκηση, τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, τη δικαιοσύνη, τη διοίκηση.
Εντός αυτού του πολιτικού πλαισίου της Μεταπολίτευσης, οι αποφάσεις παίρνονται με συγκεκριμένες διαδρομές και πολλές διαπλοκές. Η πολιτική δοσοληψία ανάμεσα στις κυβερνήσεις, τους κρατικούς φορείς, τα κόμματα, τα συνδικάτα, την αυτοδιοίκηση, τα συγκροτήματα ενημέρωσης, μεγάλων έργων, προμηθειών και συμβάσεων του δημοσίου, οδήγησε στην απουσία διαφάνειας και ελέγχου, στη λαφυραγώγηση του δημοσίου πλούτου και των συλλογικών αγαθών, στη διαφθορά και τον βρόμικο πλουτισμό, στη κατασπατάληση πόρων, στις διαβλητές επιλογές άχρηστων έργων έναντι των αναπτυξιακών υποδομών και σε όσα σήμερα λιμνάζουν σαν πολιτικοκομματικά λύματα στον δημόσιο χώρο. Όσοι φώναζαν για τα εξουθενωτικά βάρη των Ολυμπιακών Αγώνων αφορίστηκαν ως αποσυνάγωγοι «της νέας μεγάλης ιδέας» και του «ιστορικού εθνικού στοιχήματος». Πόσα άχρηστα και υπερτιμολογημένα έργα επέβαλαν οι εθνικοί κατασκευαστές και καναλάρχες; Πόσες ρυθμίσεις κερδοσκοπίας εξασφάλισαν οι εθνικοί προμηθευτές και μεσάζοντες; Με πόσες φορολογικές ρυθμίσεις διευκολύνθηκαν οι έχοντες και κατέχοντες, οι ομοτράπεζοι και παρακοιμώμενοι; Πόσο μαύρο πολιτικό χρήμα διανεμήθηκε στα κομματικά ταμεία έναντι κυβερνητικών - κρατικών συμβάσεων; Πόσα προνόμια δόθηκαν φανερά, αλλά και κάτω από το τραπέζι στα συνδικάτα για τις εσωκομματικές κι εκλογικές αναμετρήσεις; Πόση ευθύνη έχει το αποκαλούμενο αγροτικό κίνημα για το έγκλημα της εκτροπής του Αχελώου, που αποτελεί σύμβολο του στρεβλού αναπτυξιακού μοντέλου αλλά και της καταδημαγώγησης και διάβρωσης των αγροτών; Ποια χειραγώγηση και στράτευση γίνεται στην ενημέρωση, σε επιστημονικές και πνευματικές ενώσεις, σε μη κυβερνητικές οργανώσεις με τα μυστικά κονδύλια των εκατοντάδων εκατομμυρίων, που εξακολουθούν να μοιράζονται και σήμερα χωρίς διαφάνεια, έλεγχο κι ενημέρωση;
Να αναφερθώ σε συγκεκριμένα θέματα: τη φοροδιαφυγή, τις εξοπλιστικές δαπάνες, τους ειδικούς λογαριασμούς, την αποτελεσματική κατοχύρωση της διαφάνειας, το εγγυημένο κοινωνικό εισόδημα, τις προγραμματικές συμβάσεις των ΔΕΚΟ, τις ληστρικές ιδιωτικοποιήσεις, τους εσμούς των εισπρακτόρων, προβλήματα για τα οποία ο ΣΥΝ είχε καταθέσει και σχέδια νόμου, που καταψηφίστηκαν μετά πολλών επαίνων. Δεν υπερασπιζόμαστε, λοιπόν, τη στρεβλή κατάσταση που υπάρχει. Υπερασπιζόμαστε αυτά που έπρεπε να είχαν γίνει επί χρόνια και ελέγχουμε αυτούς που το αρνήθηκαν και σήμερα θρηνούν γοερά. Ανάγκη να συνεννοηθούμε καθαρά. Η πολιτική δεν είναι κυβερνητική διαχείριση ούτε αντιπολιτευτικός αρνητισμός. Δεν είναι κομματικό μονοπώλιο. Η πολιτική είναι ιστορικός σχεδιασμός για το μέλλον, διαμορφωτική παρέμβαση, με προγράμματα κι αρχές, για να γίνει καλύτερη η πραγματικότητα. Δημοκρατία δεν είναι μόνο η εκλογή βουλευτών, η ανάδειξη κυβερνήσεων, η ανάληψη αξιωμάτων και η υπαλληλοποίηση κομματικών στελεχών. Η Ελλάδα είναι κάτι περισσότερο από την ιστορία του ΠΑΣΟΚ ή της Ν.Δ. και της αριστεράς, κάτι ουσιαστικότερο από το χρονολόγιο των εκλογών και των γεγονότων, κάτι πολυτιμότερο από τις μυθιστορίες για τους αρχηγούς, τους δελφίνους και τους μανδαρίνους στα εναλλασσόμενα και παγιωμένα συστήματα εξουσίας. Καμιά δημοκρατία δεν καταξιώνεται ιστορικά και καμμιά πολιτική δεν ολοκληρώνεται χωρίς κοινωνικούς προσδιορισμούς, ηθικά προτάγματα για αξιόπιστη πραγμάτωση των δικαιωμάτων, της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης, της συλλογικής συνοχής και προκοπής.
Η πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα είναι εγκληματική, γιατί καταστρέφει την παραγωγική και κοινωνική συνοχή, τη συλλογική απαίτηση για δικαιοσύνη κι αλληλεγγύη, τη δημοκρατική αυτονομία διακυβέρνησης και κυριαρχίας, τον εσωτερικό πυρήνα των συνταγματικών εγγυήσεων για τη λειτουργία του πολιτεύματος και την κοινωνική αποστολή του κράτους. Η πραγματική πολιτική κριτική σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να στρέφεται στις θεσμικές δομές εξουσίας, στις συστημικές διαρθρώσεις της κοινωνίας, στα πεδία που αναπτύσσεται η πολιτική και κοινωνική δράση, ενεργεί η κυβερνητική πρωτοβουλία και εκδηλώνεται η ατομική και συλλογική συνείδηση. Σε ένα πρωθυπουργικό μοντέλο το κρίσιμο πρόβλημα, που επικαθορίζει τις αποφάσεις κι εξελίξεις, είναι ο πρωθυπουργός. Η προσωποποιημένη πρωθυπουργική ηγεμονία δημιουργεί πάντα αυτόνομα κέντρα δύναμης και αποφάσεων εκτελεστικής εξουσίας στα πρωθυπουργικά γραφεία και δίκτυά τους. Ο κ. Παπανδρέου όχι μόνο απέτυχε να διαχειριστεί την κρίση που παρέλαβε, αλλά της προσέδωσε, με τους χειρισμούς του, τα ζοφερά χαρακτηριστικά της κρίσης ύπαρξης και ταυτότητας της χώρας. Το πώς και το γιατί είναι μια συζήτηση που θα γίνει κάποια στιγμή. Το βέβαιο, όμως, είναι ότι δεν μπορεί να αντιστρέψει αυτή την πορεία. Κι αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ. Η πολιτική του Μνημονίου και το καθεστώς της επιτήρησης προδιαγράφουν το άμεσο μέλλον και τις επόμενες δεκαετίες, ως πραγματική εκτελεστική εξουσία, ως καθεστωτικό μόρφωμα.
Ο σχεδιασμός μιας αντίστροφης πορείας, το τι και πώς διαπραγματευόμαστε, ποια εθνική στρατηγική διαθέτουμε και πώς την υλοποιούμε, όλος αυτός ο δύσκολος ιστορικός σχεδιασμός υπερβαίνει τις δικομματικές και κομματικές διαρθρώσεις, τις διαπιστωμένες κυβερνητικές και πρωθυπουργικές δυνατότητες, αλλά και τις ορατές δυνατότητες του αντιπολιτευτικού κομματικού πλαισίου. Η αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, του μη βιώσιμου χρέους, της βαθιάς ύφεσης, της παραγωγικής και κοινωνικής εξαθλίωσης δεν γίνεται με τις στερεότυπες κομματικές νοοτροπίες, τις αρχηγικές συνθηματολογίες και παραμυθίες.
Η ανάγκη ευρύτερης συναίνεσης σε ένα σχέδιο για την επόμενη μέρα δεν είναι υπόθεση επικοινωνιακής επιρροής ή παρασκηνιακής διαδικασίας. Ούτε διακήρυξη ευκαιρίας και σημαία ευκολίας. Δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί τεχνητά κι ερήμην των πολιτικών διαδικασιών, που θα εξασφαλίσουν τη συμμετοχή και έκφραση των πολιτών. Η δημοκρατικά οργανωμένη και διαφανής διαδικασία είναι οι εκλογές, με δεσμευτικές από τώρα αποφάσεις: για αλλαγή του εκλογικού νόμου, για εκλογή διακοσίων βουλευτών, για παραίτηση από τις προεκλογικές δαπάνες, για δωρεάν προβολή από τα ΜΜΕ ως ανταποδοτική υποχρέωση του δημοσίου αγαθού των συχνοτήτων, για συνεργασίες προεκλογικές ή μετεκλογικές με δημόσιες προγραμματικές συμφωνίες, για δημοσιοποίηση των χορηγών κι ενισχυτών, για πραγματική διαφάνεια που θα περιορίσει κάποτε τον φαύλο κύκλο σκανδάλων - εξεταστικών - δημαγωγίας, για κάθαρση κι ατιμωρησίας, για ρητές δεσμεύσεις νομοθετικών αλλαγών που δεν περιορίζονται από το Σύνταγμα και για συγκεκριμένη διαδικασία και ύλη συνταγματικής αναθεώρησης στα όρια της συνταγματικής αναβάθμισης της Βουλής ως κυβερνώσας Βουλής, της πραγματικής διάκρισης και εξισορρόπησης των εξουσιών. Ο ελληνικός λαός πρέπει να κληθεί να συμμετάσχει και να επιλέξει ανάμεσα στις εναλλακτικές προτάσεις και στα ενδεχόμενα αυτοδυναμίας ή όχι. Κριτήριο είναι η συμμετοχή, με οποιαδήποτε μορφή ψήφου. Η αποχή περιορίζει την εκλογική βάση και πριμοδοτεί την εναλλαγή πλαστών αυτοδύναμων των δύο μεγάλων κομμάτων.
Εδώ αρχίζει η συζήτηση για το υπαρκτό και μεγάλο πρόβλημα της αξιοπιστίας και της επάρκειας των κομμάτων. Κατά πόσο θα πουν την αλήθεια, σε ποιο βαθμό θα εννοούν όσα διακηρύσσουν, κατά πόσο θα καταθέσουν συγκεκριμένο πρόγραμμα και ποιες προγραμματικές δυνατότητες έχουν να το υλοποιήσουν. Στη σημερινή συγκυρία θα πρέπει όλα τα κόμματα εξουσίας και διαμαρτυρίας, διακυβέρνησης κι αντιπολίτευσης, δεξιάς κι αριστεράς, να πουν στο εσωτερικό τους και να το παραδεχτούν δημόσια ότι η κομματική προπαίδεια και η παραταξιακή κουλτούρα που διαμόρφωσαν στη μεταπολίτευση πνέει τα λοίσθια εάν δεν έχει πεθάνει. Δεν μπορεί να ανταποκριθεί δημιουργικά στις κοινωνικές πιέσεις για νέες δομές συλλογικότητας κι αλληλεγγύης και νέες μορφές άμεσης παρέμβασης και πολιτικής συμμετοχής. Οι κομματικές παρατάξεις από την ΕΥΠ μέχρι τους εξωραϊστικούς συλλόγους κι από τη Δικαιοσύνη μέχρι και τα εργατικά σωματεία, φαλκίδευσαν τους δημοκρατικούς θεσμούς, κατακερμάτισαν την κοινωνική τους βάση, επικαθόρισαν την ανάδειξη επιθυμητών ηγεσιών και διαπαιδαγώγησαν με την πελατειακή δοσοληψία την κοινωνία.
Είναι ώρα, λοιπόν, να συζητήσουν ανοιχτά τα κόμματα για τη σκοπιμότητα ύπαρξης των παρατάξεων που έχουν σʼ όλους τους χώρους ή για την αναγκαιότητα αυτοκατάργησής τους. Είναι απʼ τη μία η αναγκαιότητα να μη φαλκιδεύεται η δημοκρατική αυτονομία των θεσμών και η αξιόπιστη πολιτική λειτουργία της διαμεσολάβησης κι αντιπροσώπευσης. Και από την άλλη η σκοπιμότητα να περιοριστεί η εξάρτηση των κομμάτων από την κρατική επιχορήγηση, τον τραπεζικό δανεισμό και τις πολύμορφες πολιτικές παροχές και διευκολύνσεις. Υπάρχουν φοιτητικές κομματικές παρατάξεις, αλλά δεν υπάρχει Εθνική Φοιτητική Ένωση, και οι κομματικές νεολαίες χρηματοδοτούνται και υπαλληλοποιούνται από τους κομματικούς μηχανισμούς. Η συζήτηση αυτή πρέπει να είναι σκληρή στον χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς, των κοινωνικών κινημάτων και της οικολογίας.
Θα αναφερθώ σε προβλήματα που έζησα και ζήσαμε, όταν το 2003 στο Προγραμματικό Συνέδριο για την αλλαγή ονόματος και στρατηγικής, αρνηθήκαμε κατά πλειοψηφία τον τίτλο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Οικολογίας, «για να μην ξεθωριάσει το κόκκινο της επανάστασης από το πράσινο της οικολογίας». Θα θυμίσω, ακόμα, τη δημιουργία του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ και τη γραφειοκρατική δολοφονία του, με την τοποθέτηση κομματικών δοτών ηγεσιών για τον έλεγχο του πλουραλισμού και του ριζοσπαστισμού του, που είχαν το επίφοβο χαρακτηριστικό του πολιτικού αυθορμητισμού και του κομματικού αντικομφορμισμού.
Σήμερα η αγανακτισμένη διάψευση, η εγκλωβισμένη οργή και η απελπισμένη εξαθλίωση διαμορφώνουν σʼ όλη την Ευρώπη και στις ΗΠΑ δίκτυα κοινωνικών αντιστάσεων, ηθικής διαμαρτυρίας, υπεράσπισης του δημοσίου χώρου της πολιτικής διεκδίκησης αλληλεγγύης, δικαιοσύνης και διαφάνειας, ανάδειξης νέων αξιόπιστων πολιτικών δράσεων, με μικρές και μεγάλες πρωτοβουλίες.
Εύστοχα ο κ. Δουζίνας σημειώνει ότι το Μνημόνιο αποτελεί την πιο προωθημένη βιοπολιτική παρέμβαση, που φτιάχνει άλλη κοινωνία και διαφορετικούς πολίτες, με μεταλλαγμένη πολιτική συμπεριφορά και προσαρμοστική νοοτροπία. Η διαμαρτυρία κι η αντίσταση σʼ αυτή τη στρατηγική της καταστροφής και της αλλοτρίωσης δεν είναι τρομοκρατία της ανομίας, αλλά επιβεβαίωση της ιστορικής αλήθειας ότι ο αγώνας για τα ανθρώπινα, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα είναι η αναπαλλοτρίωτη ουσία του πολιτισμού. Είναι πάντα ο αγώνας για να κλονιστούν δογματισμοί, φορμαλισμοί κι αυταρχισμοί, για να μην υποτάσσονται η πολιτική και η κοινωνία σε ηγεμονισμούς, ολοκληρωτισμούς, μανδαρινισμούς, για να μην εκφυλίζεται η δημοκρατία σε θεραπαινίδα της μιντιοκρατίας και της δεσποτικής τεχνοκρατίας των αγορών.
Η στρατηγική αυτής της εναλλακτικής πορείας είναι ευθύνη της ριζοσπαστικής αριστεράς, που δεν έχει τους ιδεασμούς ότι ένα είναι το κόμμα, μια η αλήθεια κι ένας ο δρόμος. Μπορεί να υπάρξει σήμερα ενότητα όλης της αριστεράς; Σε ποια βάση; Να μείνουμε ή να φύγουμε απʼ την Ευρωπαϊκή Ένωση; Να κρατηθούμε στο ευρώ ή να γλιστρήσουμε στη δραχμή; Με ποιες συμμαχίες μέσα κι έξω απʼ την Ελλάδα; Το αντιπολιτευτικό μέτωπο κατά μιας κυβερνητικής πολιτικής που την απορρίπτουν όλοι είναι εύκολο και παραδοσιακό. Η αντίθεση στην πολιτική αυτή είναι και δίκαιη, και επιβεβλημένη. Πρέπει, όμως, να συνοδεύεται από εναλλακτική πρόταση. Νʼ απευθύνεται ανοιχτά στην κοινωνία και να απεγκλωβίζεται από νοσταλγικές ιστορικές αναδρομές και άγριες εσωτερικές συγκρούσεις. Τα μοιράσαμε και τα κόκαλα, και τα συνθήματα, και τις σημαίες. Να είναι σε ανοιχτό διάλογο με τα κινήματα και την αριστερά της Ευρώπης. Οι λύσεις δεν μπορεί νʼ αναζητηθούν σʼ εθνικό επίπεδο. Οι λαοί κι οι κοινωνίες της Ευρώπης κινητοποιούνται γιατί βλέπουν την κρίση πολιτικής, θεσμών κι αξιών στην Ευρώπη, που παύει σιγά-σιγά να έχει τη δημοκρατική και πολιτισμική οντότητα που της έδωσαν οι ιστορικές κατακτήσεις του κοινωνικού κράτους, του κράτους δικαίου, της πολυπολιτισμικότητας και του ανθρωπισμού.
Η στρατηγική οπτική της σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς, των κοινωνικών κινημάτων και της οικολογίας στην Ελλάδα και την Ευρώπη υπερβαίνει το παραδοσιακό και προφανές σύνθημα της ενότητας στην αντιπολιτευτική δράση, της εκλογικής συνεργασίας και των μετώπων, της αναψηλάφησης κι επανίδρυσης της Ιστορίας. Η στρατηγική των συμμαχιών είναι οργανικό στοιχείο της σύγχρονης αριστεράς, γιατί είναι αντιδογματική, ανανεωτική, πλουραλιστική και κινηματική. Δεν είμαστε οι διερμηνευτές, ούτε οι καθοδηγητές της Ιστορίας και της κοινωνίας. Οι σκοπιμότητες του κόμματος δεν είναι πάνω από τις ανάγκες των πολιτών. Πρέπει να απελευθερωθεί δημιουργικά η αριστερά του 21ου αιώνα από την ιστορικότητα των προβλημάτων της και να εσωτερικεύσει θετικά την ήττα, τη διάσπαση, την κατάρρευση του υπαρκτού και την αδυναμία της να βρει εναλλακτικές, εφικτές κι οραματικές συνθέσεις.
Να μιλήσουμε χωρίς να ωραιοποιούμε την ύπαρξη της σύγχρονης αριστεράς προς τους πολίτες. Υπάρχει έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατίας, κακή ποιότητα σχέσεων και στρεβλή λειτουργία των τάσεων, ορατές επιπτώσεις της επικοινωνιακής διαχείρισης, απόσταση μεταξύ κοινωνίας και κομματικών λειτουργιών, ομοιοτυπία δράσεων προς τις πρακτικές των παρατάξεων και του εκλογοθηρικού ανταγωνισμού. Χαρακτηριστικά είναι τα στασίδια στελεχών σε τηλεοπτικά μέσα ευτελισμού της πολιτικής και χυδαιοποίησης της ενημέρωσης για να εξασφαλιστεί παραγοντική αναγνωρισιμότητα.
Ο αγώνας απέναντι σʼ αυτά τα προβλήματα θα κάνει την ποιοτική διαφορά και θα ανοίγει πεδία αποδοχής και νομιμοποίησης. Η πρακτική των διασπάσεων και οι εκ των υστέρων θεωρητικοποιήσεις του εσωκομματικού ανταγωνισμού προσθέτουν στην κρίση αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας της αριστεράς. Ο αναστοχασμός κι επαναπροσδιορισμός της σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ελλάδα και την Ευρώπη θα δώσει πρωταγωνιστικό ρόλο στις δυνάμεις και τις παρεμβάσεις για ριζική αναδιάρθρωση των μορφών δράσης και προγραμματικού σχεδιασμού, κομματικών δομών και λειτουργιών, σχέσεων με τα κινήματά τους πολίτες και τις διεργασίες που υπάρχουν στο εσωτερικό της κοινωνίας. Ένα από τα πιο σημαντικά αιτήματα του 21ου αιώνα είναι ο επαναπροσδιορισμό της σύγχρονης αριστεράς ως αγωνιστικής και οραματικής δύναμης.
Η αιτία του εκφυλισμού και της αλλοτρίωσης είναι μέσα στον τρόπο διακυβέρνησης, οργάνωσης και λειτουργίας του πολιτικού συστήματος που σημαίνει ότι ενυπάρχει στις κομματικές δομές και πρακτικές. Αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος, χωρίς αναδιάρθρωση του κομματικού μοντέλου και των πολιτικών συσχετισμών δεν γίνεται. Αυτή η πολιτική αυτογνωσία σημαίνει για τη σύγχρονη αριστερά οργανωμένη πρωτοβουλία, με προγραμματικές και καταστατικές αλλαγές στα κομματικά στερεότυπα. Αυτός που θα το αποφασίσει και θα το τολμήσει θα πρωτοπορήσει.
* Ο Ν. Κωνσταντόπουλος είναι δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του ΣΥΝ
Η πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα είναι εγκληματική, γιατί καταστρέφει την παραγωγική και κοινωνική συνοχή, τη συλλογική απαίτηση για δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, τη δημοκρατική αυτονομία διακυβέρνησης και κυριαρχίας, τον εσωτερικό πυρήνα των συνταγματικών εγγυήσεων για τη λειτουργία του πολιτεύματος και την κοινωνική αποστολή του κράτους.
«Αυτή την ώρα υποψιάζομαι, τις επερχόμενες γενιές πάνω σε ατίθασα άλογα να με (μας) λυπούνται», λέει ο Μιχάλης Κατσαρός. Αυτή η εφιαλτική εικόνα έχει εγκατασταθεί στην καθημερινότητά μας. Η Ελλάδα βιώνει έναν διαλυτικό ξεπεσμό. Η φερώνυμη Μεταπολίτευση βλέπει τη διαπόμπευσή της. «Έχεις δει να μαδάνε την κότα και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Έτσι πάει το Έθνος», λέει ο Σολωμός. Στον δημόσιο βίο της Ελλάδας το 2011 κυριαρχεί η φλύαρη αντιφώνηση του κενού, που αποτέλεσε λάβαρο της μεταπολιτευτικής ειδωλολατρίας. Αυτά που συντελούνται είναι η δραματική απόδειξη ότι οι εθνικές τραγωδίες δεν είναι σκοτεινή μεταφυσική ιδιοτροπία της Ιστορίας, αλλά υποστασιοποιούνται μέσα από πολιτικές αιτίες κι ευθύνες.
Η δημοκρατία δεν βρίσκεται απλώς σε κρίση. Εκφυλίζεται. Βιώνει τη μετάλλαξή της. Γίνεται ομοίωμα και καρικατούρα δημοκρατίας. Σε όλη την Ευρώπη και στην Ελλάδα. Κυριαρχούν ως υπερδομές εξουσίας τα χρηματοπιστωτικά δίκτυα, τα επικοινωνιακά ψηφιακά πολυμέσα, η διεθνής της διαφθοράς και η δεσποτική τεχνοκρατία της αγοράς και της κερδοσκοπίας. Αυτές τις υπερδομές και τους μηχανισμούς τους δεν μπορούν να ελέγξουν οι κυβερνήσεις, γιατί δεν έχουν πολιτική κυριαρχία και θεσμική εξουσία. «Η οικονομική παγκοσμιοποίηση τρέχει πιο γρήγορα από την πολιτική παγκοσμιοποίηση», λέει ο Στίγκλιτς. Αλλά και πάλι, «η κομβική διαφορά ανάμεσα στα οικονομικά συστήματα δε έγκειται στη δομή τους», όπως επισημαίνει ο Έρικ Χόμπσμπαούμ, «αλλά στις κοινωνικές και ηθικές προτεραιότητές τους». Η Ευρωπαϊκή Ένωση κάτω από τις κρατούσες κοινωνικές, πολιτικές και ηθικές προτεραιότητες βάζει σε δοκιμασία την ιστορική της οντότητα, ταυτότητα και πολιτική πρακτική.
Κάθε φορά που τα αδιέξοδα γίνονται εκρηκτικά ή ασφυκτικά για την καθημερινότητα και τον δημόσιο βίο, επαναλαμβάνεται η στερεότυπη πολιτική ρητορεία, με επικοινωνιακές εξαγγελίες για αναθεώρηση του Συντάγματος - διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, για ένα νέο πολιτικό σκηνικό για κυβερνητικές συναινέσεις σωτηρίας. Πρόκειται για κουραστικές, πια, ασκήσεις πολιτικής υποκρισίας. Η αλήθεια είναι ότι οι αναθεωρήσεις του Συντάγματος, από το 1986, το 2001 και το 2006, υπηρετήσανε σκοπιμότητες της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας και αποτυπώσανε τους συσχετισμούς δύναμης του δικομματισμού και των μηχανισμών του. Το νέο πολιτικό σκηνικό δεν γίνεται κατʼ εντολή και με χειραγώγηση φιλόδοξων παραγοντισμών, που περιφέρονται διαθέσιμοι και πρόθυμοι, ούτε στα θερμοκήπια της διαπλεκόμενης θεσμικής κι εξωθεσμικής εξουσίας. Η ευκαιριακή συναίνεση και σύμπραξη αποτελεί ομοίωμα και υποκατάστατο κοινωνικής και πολιτικής νομιμοποίησης, όταν δεν προκύπτει με οργανωμένο δημοκρατικό τρόπο, στη βάση γνωστού και δεσμευτικού προγραμματικού σχεδιασμού και αλλαγής συσχετισμών.
Το πολιτικό μας σύστημα, που είναι εθισμένο να λειτουργεί στη βάση του πελατειακού πολυσυλλεκτικού ανταγωνισμού κι έχει διαποτιστεί από τη μικροπολιτική της αρχηγικής παραταξιακής κι εκλογικής πόλωσης, δεν είναι σε θέση να διαμορφώσει, απʼ τη μία στιγμή στην άλλη, αξιόπιστες συνθέσεις, συναινέσεις κι εθνικές στρατηγικές. Η αναθεώρηση του 1986 οδήγησε στο πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο, του οποίου τις αμαρτίες πληρώνουμε σήμερα αθροιστικά και έντονα. Και οι αναθεωρήσεις του 2001 επί ΠΑΣΟΚ και του 2006 επί Νέας Δημοκρατίας δεν πρόσφεραν τίποτε άλλο, παρά μια επιπρόσθετη απόδειξη της αδίστακτης κι επιζήμιας πρακτικής των πλειοψηφιών να κάνουν παίγνιο τους δημοκρατικούς θεσμούς. Η διενέργεια δημοψηφισμάτων που εξήγγειλε προσφάτως η κυβέρνηση με βαρύγδουπες κοινοτοπίες δεν εκφράζει καμιά οργανική ανάγκη θεσμικών λειτουργιών, αποτελεί μάλλον άνοστο πολιτικό ανέκδοτο, μέσα σʼ αυτή τη δραματική συγκυρία, κι είναι φανερό ότι υπηρετεί προσωπικές πολιτικές τακτικές του εσώτερου κυβερνητικού κύκλου, όταν οι οι θεσμοί οξειδώθηκαν μέσα στη διαφθορά και τη διαπλοκή του κομματικού κυβερνητισμού και του αντιπολιτευτικού λαϊκισμού. Έπαψαν να είναι ζωντανές λειτουργίες οργάνωσης και έκφρασης της κοινωνίας και των δυνάμεών της. κατάντησαν κουρασμένα και διαβρωμένα σχήματα, απονευρωμένα πολιτικά κύτταρα, λάφυρα παραταξιακής εξουσίας και λοφία μη αντιπροσωπευτικών ηγεσιών. Ο θρίαμβος της πολιτικής ασημαντότητας, όπου κι όταν συντελείται, με επικοινωνιακές κομματικές φανφάρες, σημαίνει εν πολλοίς υποτίμηση της κοινωνίας, κακοποίηση της δημοκρατίας και διάβρωση των θεσμών.
Αυτή τη στιγμή που στην πατρίδα μας γίνεται κοινωνικός και πολιτικός σεισμός, από τον τελευταίο εκλεγμένο εκπρόσωπο μέχρι τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όλοι μπορούν να ασκήσουν τη δυναμική της άμεσης παρέμβασης, για να διαμορφώσουν μια νέα αντίληψη συλλογικής πολιτικής αποστολής και προοπτικής, έξω από αιχμαλωσίες και δουλείες δικομματικών συσχετισμών και παρασκηνίων. Η συζήτηση δεν πρέπει να είναι θεωρητική. Η γενίκευση υπεραπλουστεύει, αποπροσανατολίζει και συγκαλύπτει. Επιβάλλεται να γίνουν, με αυστηρό τρόπο, οι αναγκαίες διευκρινίσεις: Δεν είμαστε όλοι ίδιοι, μέσα στο ίδιο σακί. Δεν έχουμε όλοι τις ίδιες ευθύνες. Δεν λέγαμε τα ίδια πράγματα ούτε όλοι θέλαμε τα ίδια τις προηγούμενες δεκαετίες. Δεν λειτουργήσαμε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Δεν είναι δυνατόν κανείς να μη λογοδοτεί για τίποτε και οι ηγεσίες της αποτυχίας να αυτοαναγορεύονται σε καθοδηγητές σωτηρίας. Έχει τεράστια ηθική και κοινωνική απήχηση το τι λέει ο καθένας σήμερα και πώς αναλαμβάνει τις ευθύνες για το τι έλεγε κι έπραττε χτες. Αυτό είναι το πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής ευθύνης, μακριά από θεατρινισμούς ανέξοδης αυτοκριτική και δημαγωγίες περί κρίσης. Να αρχίσουμε να μιλάμε διαφορετικά. Να μην παριστάνουμε όλοι τους προφήτες που ανέβηκαν στο όρος Σινά και πήραν τις δέκα εντολές ούτε ο καθένας να μιλάει σαν οδηγητής προς τη γη της επαγγελίας. Εάν τα δύο μεγάλα κόμματα είναι αναξιόπιστα, τότε κάποια ευθύνη έχουν και όσοι στα προηγούμενα χρόνια στήριζαν τον δικομματισμό ως χρήσιμο μοντέλο ισχυρών κυβερνήσεων και πολεμούσαν να βάλουν στο περιθώριο κάθε διαφορετική φωνή.
Εάν σήμερα ο κ. Παπανδρέου ευθύνεται για την εθνική τραγωδία που ζούμε, όπως κι οι προηγούμενοι πρωθυπουργοί, κάποια ευθύνη έχουν και όσοι ανέδειξαν κι επέβαλαν αυτόν τον νεοαρχηγισμό, με διαδικασίες διαβοημένες, που πανηγυρίστηκαν ως νεωτερική κομματική λειτουργία, που συγκάλυπτε τον εσωτερικό συνεταιρισμό εξουσίας και τον προσωποποιημένο πρωθυπουργικό ηγεμονισμό. Υπάρχει αβυσσαλέο χάσμα ανάμεσα στη λαϊκή κοινωνική βάση και το πολιτικό σύστημα. Από τη διάσταση αυτή προκύπτει εκρηκτικό πρόβλημα πολιτικής εκπροσώπησης και κοινωνικής νομιμοποίησης, αντιπροσωπευτικών συσχετισμών και ουσιαστικής λαϊκής κυριαρχίας. Να προσδιορίσουμε, παραπέρα, τι σημαίνει μη αντιπροσωπευτικό, μη αυτόνομο και νομιμοποιημένο πολιτικό σύστημα. Εννοούμε, βεβαίως, τα πολιτικά κόμματα. Εννοούμε, προφανώς τους συσχετισμούς και το μοντέλο διακυβέρνησης. Τα συγκροτήματα των ΜΜΕ, τα κέντρα οικονομικής ισχύος. Εννοούμε τα συνδικάτα, την τοπική αυτοδιοίκηση, τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, τη δικαιοσύνη, τη διοίκηση.
Εντός αυτού του πολιτικού πλαισίου της Μεταπολίτευσης, οι αποφάσεις παίρνονται με συγκεκριμένες διαδρομές και πολλές διαπλοκές. Η πολιτική δοσοληψία ανάμεσα στις κυβερνήσεις, τους κρατικούς φορείς, τα κόμματα, τα συνδικάτα, την αυτοδιοίκηση, τα συγκροτήματα ενημέρωσης, μεγάλων έργων, προμηθειών και συμβάσεων του δημοσίου, οδήγησε στην απουσία διαφάνειας και ελέγχου, στη λαφυραγώγηση του δημοσίου πλούτου και των συλλογικών αγαθών, στη διαφθορά και τον βρόμικο πλουτισμό, στη κατασπατάληση πόρων, στις διαβλητές επιλογές άχρηστων έργων έναντι των αναπτυξιακών υποδομών και σε όσα σήμερα λιμνάζουν σαν πολιτικοκομματικά λύματα στον δημόσιο χώρο. Όσοι φώναζαν για τα εξουθενωτικά βάρη των Ολυμπιακών Αγώνων αφορίστηκαν ως αποσυνάγωγοι «της νέας μεγάλης ιδέας» και του «ιστορικού εθνικού στοιχήματος». Πόσα άχρηστα και υπερτιμολογημένα έργα επέβαλαν οι εθνικοί κατασκευαστές και καναλάρχες; Πόσες ρυθμίσεις κερδοσκοπίας εξασφάλισαν οι εθνικοί προμηθευτές και μεσάζοντες; Με πόσες φορολογικές ρυθμίσεις διευκολύνθηκαν οι έχοντες και κατέχοντες, οι ομοτράπεζοι και παρακοιμώμενοι; Πόσο μαύρο πολιτικό χρήμα διανεμήθηκε στα κομματικά ταμεία έναντι κυβερνητικών - κρατικών συμβάσεων; Πόσα προνόμια δόθηκαν φανερά, αλλά και κάτω από το τραπέζι στα συνδικάτα για τις εσωκομματικές κι εκλογικές αναμετρήσεις; Πόση ευθύνη έχει το αποκαλούμενο αγροτικό κίνημα για το έγκλημα της εκτροπής του Αχελώου, που αποτελεί σύμβολο του στρεβλού αναπτυξιακού μοντέλου αλλά και της καταδημαγώγησης και διάβρωσης των αγροτών; Ποια χειραγώγηση και στράτευση γίνεται στην ενημέρωση, σε επιστημονικές και πνευματικές ενώσεις, σε μη κυβερνητικές οργανώσεις με τα μυστικά κονδύλια των εκατοντάδων εκατομμυρίων, που εξακολουθούν να μοιράζονται και σήμερα χωρίς διαφάνεια, έλεγχο κι ενημέρωση;
Να αναφερθώ σε συγκεκριμένα θέματα: τη φοροδιαφυγή, τις εξοπλιστικές δαπάνες, τους ειδικούς λογαριασμούς, την αποτελεσματική κατοχύρωση της διαφάνειας, το εγγυημένο κοινωνικό εισόδημα, τις προγραμματικές συμβάσεις των ΔΕΚΟ, τις ληστρικές ιδιωτικοποιήσεις, τους εσμούς των εισπρακτόρων, προβλήματα για τα οποία ο ΣΥΝ είχε καταθέσει και σχέδια νόμου, που καταψηφίστηκαν μετά πολλών επαίνων. Δεν υπερασπιζόμαστε, λοιπόν, τη στρεβλή κατάσταση που υπάρχει. Υπερασπιζόμαστε αυτά που έπρεπε να είχαν γίνει επί χρόνια και ελέγχουμε αυτούς που το αρνήθηκαν και σήμερα θρηνούν γοερά. Ανάγκη να συνεννοηθούμε καθαρά. Η πολιτική δεν είναι κυβερνητική διαχείριση ούτε αντιπολιτευτικός αρνητισμός. Δεν είναι κομματικό μονοπώλιο. Η πολιτική είναι ιστορικός σχεδιασμός για το μέλλον, διαμορφωτική παρέμβαση, με προγράμματα κι αρχές, για να γίνει καλύτερη η πραγματικότητα. Δημοκρατία δεν είναι μόνο η εκλογή βουλευτών, η ανάδειξη κυβερνήσεων, η ανάληψη αξιωμάτων και η υπαλληλοποίηση κομματικών στελεχών. Η Ελλάδα είναι κάτι περισσότερο από την ιστορία του ΠΑΣΟΚ ή της Ν.Δ. και της αριστεράς, κάτι ουσιαστικότερο από το χρονολόγιο των εκλογών και των γεγονότων, κάτι πολυτιμότερο από τις μυθιστορίες για τους αρχηγούς, τους δελφίνους και τους μανδαρίνους στα εναλλασσόμενα και παγιωμένα συστήματα εξουσίας. Καμιά δημοκρατία δεν καταξιώνεται ιστορικά και καμμιά πολιτική δεν ολοκληρώνεται χωρίς κοινωνικούς προσδιορισμούς, ηθικά προτάγματα για αξιόπιστη πραγμάτωση των δικαιωμάτων, της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης, της συλλογικής συνοχής και προκοπής.
Η πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα είναι εγκληματική, γιατί καταστρέφει την παραγωγική και κοινωνική συνοχή, τη συλλογική απαίτηση για δικαιοσύνη κι αλληλεγγύη, τη δημοκρατική αυτονομία διακυβέρνησης και κυριαρχίας, τον εσωτερικό πυρήνα των συνταγματικών εγγυήσεων για τη λειτουργία του πολιτεύματος και την κοινωνική αποστολή του κράτους. Η πραγματική πολιτική κριτική σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να στρέφεται στις θεσμικές δομές εξουσίας, στις συστημικές διαρθρώσεις της κοινωνίας, στα πεδία που αναπτύσσεται η πολιτική και κοινωνική δράση, ενεργεί η κυβερνητική πρωτοβουλία και εκδηλώνεται η ατομική και συλλογική συνείδηση. Σε ένα πρωθυπουργικό μοντέλο το κρίσιμο πρόβλημα, που επικαθορίζει τις αποφάσεις κι εξελίξεις, είναι ο πρωθυπουργός. Η προσωποποιημένη πρωθυπουργική ηγεμονία δημιουργεί πάντα αυτόνομα κέντρα δύναμης και αποφάσεων εκτελεστικής εξουσίας στα πρωθυπουργικά γραφεία και δίκτυά τους. Ο κ. Παπανδρέου όχι μόνο απέτυχε να διαχειριστεί την κρίση που παρέλαβε, αλλά της προσέδωσε, με τους χειρισμούς του, τα ζοφερά χαρακτηριστικά της κρίσης ύπαρξης και ταυτότητας της χώρας. Το πώς και το γιατί είναι μια συζήτηση που θα γίνει κάποια στιγμή. Το βέβαιο, όμως, είναι ότι δεν μπορεί να αντιστρέψει αυτή την πορεία. Κι αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ. Η πολιτική του Μνημονίου και το καθεστώς της επιτήρησης προδιαγράφουν το άμεσο μέλλον και τις επόμενες δεκαετίες, ως πραγματική εκτελεστική εξουσία, ως καθεστωτικό μόρφωμα.
Ο σχεδιασμός μιας αντίστροφης πορείας, το τι και πώς διαπραγματευόμαστε, ποια εθνική στρατηγική διαθέτουμε και πώς την υλοποιούμε, όλος αυτός ο δύσκολος ιστορικός σχεδιασμός υπερβαίνει τις δικομματικές και κομματικές διαρθρώσεις, τις διαπιστωμένες κυβερνητικές και πρωθυπουργικές δυνατότητες, αλλά και τις ορατές δυνατότητες του αντιπολιτευτικού κομματικού πλαισίου. Η αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, του μη βιώσιμου χρέους, της βαθιάς ύφεσης, της παραγωγικής και κοινωνικής εξαθλίωσης δεν γίνεται με τις στερεότυπες κομματικές νοοτροπίες, τις αρχηγικές συνθηματολογίες και παραμυθίες.
Η ανάγκη ευρύτερης συναίνεσης σε ένα σχέδιο για την επόμενη μέρα δεν είναι υπόθεση επικοινωνιακής επιρροής ή παρασκηνιακής διαδικασίας. Ούτε διακήρυξη ευκαιρίας και σημαία ευκολίας. Δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί τεχνητά κι ερήμην των πολιτικών διαδικασιών, που θα εξασφαλίσουν τη συμμετοχή και έκφραση των πολιτών. Η δημοκρατικά οργανωμένη και διαφανής διαδικασία είναι οι εκλογές, με δεσμευτικές από τώρα αποφάσεις: για αλλαγή του εκλογικού νόμου, για εκλογή διακοσίων βουλευτών, για παραίτηση από τις προεκλογικές δαπάνες, για δωρεάν προβολή από τα ΜΜΕ ως ανταποδοτική υποχρέωση του δημοσίου αγαθού των συχνοτήτων, για συνεργασίες προεκλογικές ή μετεκλογικές με δημόσιες προγραμματικές συμφωνίες, για δημοσιοποίηση των χορηγών κι ενισχυτών, για πραγματική διαφάνεια που θα περιορίσει κάποτε τον φαύλο κύκλο σκανδάλων - εξεταστικών - δημαγωγίας, για κάθαρση κι ατιμωρησίας, για ρητές δεσμεύσεις νομοθετικών αλλαγών που δεν περιορίζονται από το Σύνταγμα και για συγκεκριμένη διαδικασία και ύλη συνταγματικής αναθεώρησης στα όρια της συνταγματικής αναβάθμισης της Βουλής ως κυβερνώσας Βουλής, της πραγματικής διάκρισης και εξισορρόπησης των εξουσιών. Ο ελληνικός λαός πρέπει να κληθεί να συμμετάσχει και να επιλέξει ανάμεσα στις εναλλακτικές προτάσεις και στα ενδεχόμενα αυτοδυναμίας ή όχι. Κριτήριο είναι η συμμετοχή, με οποιαδήποτε μορφή ψήφου. Η αποχή περιορίζει την εκλογική βάση και πριμοδοτεί την εναλλαγή πλαστών αυτοδύναμων των δύο μεγάλων κομμάτων.
Εδώ αρχίζει η συζήτηση για το υπαρκτό και μεγάλο πρόβλημα της αξιοπιστίας και της επάρκειας των κομμάτων. Κατά πόσο θα πουν την αλήθεια, σε ποιο βαθμό θα εννοούν όσα διακηρύσσουν, κατά πόσο θα καταθέσουν συγκεκριμένο πρόγραμμα και ποιες προγραμματικές δυνατότητες έχουν να το υλοποιήσουν. Στη σημερινή συγκυρία θα πρέπει όλα τα κόμματα εξουσίας και διαμαρτυρίας, διακυβέρνησης κι αντιπολίτευσης, δεξιάς κι αριστεράς, να πουν στο εσωτερικό τους και να το παραδεχτούν δημόσια ότι η κομματική προπαίδεια και η παραταξιακή κουλτούρα που διαμόρφωσαν στη μεταπολίτευση πνέει τα λοίσθια εάν δεν έχει πεθάνει. Δεν μπορεί να ανταποκριθεί δημιουργικά στις κοινωνικές πιέσεις για νέες δομές συλλογικότητας κι αλληλεγγύης και νέες μορφές άμεσης παρέμβασης και πολιτικής συμμετοχής. Οι κομματικές παρατάξεις από την ΕΥΠ μέχρι τους εξωραϊστικούς συλλόγους κι από τη Δικαιοσύνη μέχρι και τα εργατικά σωματεία, φαλκίδευσαν τους δημοκρατικούς θεσμούς, κατακερμάτισαν την κοινωνική τους βάση, επικαθόρισαν την ανάδειξη επιθυμητών ηγεσιών και διαπαιδαγώγησαν με την πελατειακή δοσοληψία την κοινωνία.
Είναι ώρα, λοιπόν, να συζητήσουν ανοιχτά τα κόμματα για τη σκοπιμότητα ύπαρξης των παρατάξεων που έχουν σʼ όλους τους χώρους ή για την αναγκαιότητα αυτοκατάργησής τους. Είναι απʼ τη μία η αναγκαιότητα να μη φαλκιδεύεται η δημοκρατική αυτονομία των θεσμών και η αξιόπιστη πολιτική λειτουργία της διαμεσολάβησης κι αντιπροσώπευσης. Και από την άλλη η σκοπιμότητα να περιοριστεί η εξάρτηση των κομμάτων από την κρατική επιχορήγηση, τον τραπεζικό δανεισμό και τις πολύμορφες πολιτικές παροχές και διευκολύνσεις. Υπάρχουν φοιτητικές κομματικές παρατάξεις, αλλά δεν υπάρχει Εθνική Φοιτητική Ένωση, και οι κομματικές νεολαίες χρηματοδοτούνται και υπαλληλοποιούνται από τους κομματικούς μηχανισμούς. Η συζήτηση αυτή πρέπει να είναι σκληρή στον χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς, των κοινωνικών κινημάτων και της οικολογίας.
Θα αναφερθώ σε προβλήματα που έζησα και ζήσαμε, όταν το 2003 στο Προγραμματικό Συνέδριο για την αλλαγή ονόματος και στρατηγικής, αρνηθήκαμε κατά πλειοψηφία τον τίτλο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Οικολογίας, «για να μην ξεθωριάσει το κόκκινο της επανάστασης από το πράσινο της οικολογίας». Θα θυμίσω, ακόμα, τη δημιουργία του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ και τη γραφειοκρατική δολοφονία του, με την τοποθέτηση κομματικών δοτών ηγεσιών για τον έλεγχο του πλουραλισμού και του ριζοσπαστισμού του, που είχαν το επίφοβο χαρακτηριστικό του πολιτικού αυθορμητισμού και του κομματικού αντικομφορμισμού.
Σήμερα η αγανακτισμένη διάψευση, η εγκλωβισμένη οργή και η απελπισμένη εξαθλίωση διαμορφώνουν σʼ όλη την Ευρώπη και στις ΗΠΑ δίκτυα κοινωνικών αντιστάσεων, ηθικής διαμαρτυρίας, υπεράσπισης του δημοσίου χώρου της πολιτικής διεκδίκησης αλληλεγγύης, δικαιοσύνης και διαφάνειας, ανάδειξης νέων αξιόπιστων πολιτικών δράσεων, με μικρές και μεγάλες πρωτοβουλίες.
Εύστοχα ο κ. Δουζίνας σημειώνει ότι το Μνημόνιο αποτελεί την πιο προωθημένη βιοπολιτική παρέμβαση, που φτιάχνει άλλη κοινωνία και διαφορετικούς πολίτες, με μεταλλαγμένη πολιτική συμπεριφορά και προσαρμοστική νοοτροπία. Η διαμαρτυρία κι η αντίσταση σʼ αυτή τη στρατηγική της καταστροφής και της αλλοτρίωσης δεν είναι τρομοκρατία της ανομίας, αλλά επιβεβαίωση της ιστορικής αλήθειας ότι ο αγώνας για τα ανθρώπινα, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα είναι η αναπαλλοτρίωτη ουσία του πολιτισμού. Είναι πάντα ο αγώνας για να κλονιστούν δογματισμοί, φορμαλισμοί κι αυταρχισμοί, για να μην υποτάσσονται η πολιτική και η κοινωνία σε ηγεμονισμούς, ολοκληρωτισμούς, μανδαρινισμούς, για να μην εκφυλίζεται η δημοκρατία σε θεραπαινίδα της μιντιοκρατίας και της δεσποτικής τεχνοκρατίας των αγορών.
Η στρατηγική αυτής της εναλλακτικής πορείας είναι ευθύνη της ριζοσπαστικής αριστεράς, που δεν έχει τους ιδεασμούς ότι ένα είναι το κόμμα, μια η αλήθεια κι ένας ο δρόμος. Μπορεί να υπάρξει σήμερα ενότητα όλης της αριστεράς; Σε ποια βάση; Να μείνουμε ή να φύγουμε απʼ την Ευρωπαϊκή Ένωση; Να κρατηθούμε στο ευρώ ή να γλιστρήσουμε στη δραχμή; Με ποιες συμμαχίες μέσα κι έξω απʼ την Ελλάδα; Το αντιπολιτευτικό μέτωπο κατά μιας κυβερνητικής πολιτικής που την απορρίπτουν όλοι είναι εύκολο και παραδοσιακό. Η αντίθεση στην πολιτική αυτή είναι και δίκαιη, και επιβεβλημένη. Πρέπει, όμως, να συνοδεύεται από εναλλακτική πρόταση. Νʼ απευθύνεται ανοιχτά στην κοινωνία και να απεγκλωβίζεται από νοσταλγικές ιστορικές αναδρομές και άγριες εσωτερικές συγκρούσεις. Τα μοιράσαμε και τα κόκαλα, και τα συνθήματα, και τις σημαίες. Να είναι σε ανοιχτό διάλογο με τα κινήματα και την αριστερά της Ευρώπης. Οι λύσεις δεν μπορεί νʼ αναζητηθούν σʼ εθνικό επίπεδο. Οι λαοί κι οι κοινωνίες της Ευρώπης κινητοποιούνται γιατί βλέπουν την κρίση πολιτικής, θεσμών κι αξιών στην Ευρώπη, που παύει σιγά-σιγά να έχει τη δημοκρατική και πολιτισμική οντότητα που της έδωσαν οι ιστορικές κατακτήσεις του κοινωνικού κράτους, του κράτους δικαίου, της πολυπολιτισμικότητας και του ανθρωπισμού.
Η στρατηγική οπτική της σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς, των κοινωνικών κινημάτων και της οικολογίας στην Ελλάδα και την Ευρώπη υπερβαίνει το παραδοσιακό και προφανές σύνθημα της ενότητας στην αντιπολιτευτική δράση, της εκλογικής συνεργασίας και των μετώπων, της αναψηλάφησης κι επανίδρυσης της Ιστορίας. Η στρατηγική των συμμαχιών είναι οργανικό στοιχείο της σύγχρονης αριστεράς, γιατί είναι αντιδογματική, ανανεωτική, πλουραλιστική και κινηματική. Δεν είμαστε οι διερμηνευτές, ούτε οι καθοδηγητές της Ιστορίας και της κοινωνίας. Οι σκοπιμότητες του κόμματος δεν είναι πάνω από τις ανάγκες των πολιτών. Πρέπει να απελευθερωθεί δημιουργικά η αριστερά του 21ου αιώνα από την ιστορικότητα των προβλημάτων της και να εσωτερικεύσει θετικά την ήττα, τη διάσπαση, την κατάρρευση του υπαρκτού και την αδυναμία της να βρει εναλλακτικές, εφικτές κι οραματικές συνθέσεις.
Να μιλήσουμε χωρίς να ωραιοποιούμε την ύπαρξη της σύγχρονης αριστεράς προς τους πολίτες. Υπάρχει έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατίας, κακή ποιότητα σχέσεων και στρεβλή λειτουργία των τάσεων, ορατές επιπτώσεις της επικοινωνιακής διαχείρισης, απόσταση μεταξύ κοινωνίας και κομματικών λειτουργιών, ομοιοτυπία δράσεων προς τις πρακτικές των παρατάξεων και του εκλογοθηρικού ανταγωνισμού. Χαρακτηριστικά είναι τα στασίδια στελεχών σε τηλεοπτικά μέσα ευτελισμού της πολιτικής και χυδαιοποίησης της ενημέρωσης για να εξασφαλιστεί παραγοντική αναγνωρισιμότητα.
Ο αγώνας απέναντι σʼ αυτά τα προβλήματα θα κάνει την ποιοτική διαφορά και θα ανοίγει πεδία αποδοχής και νομιμοποίησης. Η πρακτική των διασπάσεων και οι εκ των υστέρων θεωρητικοποιήσεις του εσωκομματικού ανταγωνισμού προσθέτουν στην κρίση αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας της αριστεράς. Ο αναστοχασμός κι επαναπροσδιορισμός της σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ελλάδα και την Ευρώπη θα δώσει πρωταγωνιστικό ρόλο στις δυνάμεις και τις παρεμβάσεις για ριζική αναδιάρθρωση των μορφών δράσης και προγραμματικού σχεδιασμού, κομματικών δομών και λειτουργιών, σχέσεων με τα κινήματά τους πολίτες και τις διεργασίες που υπάρχουν στο εσωτερικό της κοινωνίας. Ένα από τα πιο σημαντικά αιτήματα του 21ου αιώνα είναι ο επαναπροσδιορισμό της σύγχρονης αριστεράς ως αγωνιστικής και οραματικής δύναμης.
Η αιτία του εκφυλισμού και της αλλοτρίωσης είναι μέσα στον τρόπο διακυβέρνησης, οργάνωσης και λειτουργίας του πολιτικού συστήματος που σημαίνει ότι ενυπάρχει στις κομματικές δομές και πρακτικές. Αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος, χωρίς αναδιάρθρωση του κομματικού μοντέλου και των πολιτικών συσχετισμών δεν γίνεται. Αυτή η πολιτική αυτογνωσία σημαίνει για τη σύγχρονη αριστερά οργανωμένη πρωτοβουλία, με προγραμματικές και καταστατικές αλλαγές στα κομματικά στερεότυπα. Αυτός που θα το αποφασίσει και θα το τολμήσει θα πρωτοπορήσει.
* Ο Ν. Κωνσταντόπουλος είναι δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του ΣΥΝ